- οκτάτονος
- ὀκτάτονος, -ον (Α)(για χταπόδι) αυτός που έχει οκτώ πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη λεία του («ὀκτάτονοι ἕλικες» — τα οκτώ πλοκάμια τού χταποδιού, Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + τόνος (< τείνω)].
Dictionary of Greek. 2013.